πτερνιστήρας

πτερνιστήρας
ο / πτερνιστήρ, -ῆρος, ΝΜ, και πτερνιστήρα και φτερνιστήρα, ἡ, Μ
μεταλλικό αντικείμενο που προσαρμόζεται στη φτέρνα τών υποδημάτων τών ιππέων και το οποίο έχει αιχμή ή τροχίσκο στο εξωτερικό του άκρο, με τα οποία κεντά ο αναβάτης το υποζύγιο για να τρέξει, κν. σπιρούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερνίζω + επίθημα -τηρ(ας), πρβλ. σωφρονισ-τήρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εγκεντρίδα — η (Α ἐγκεντρίς) (για άλογα) ο πτερνιστήρας, σπιρούνι νεοελλ. γεωργικό εργαλείο που χρησιμεύει στο μπόλιασμα τών φυτών αρχ. 1. το κεντρί τών εντόμων 2. βούκεντρο 3. είδος γραφίδας που κατέληγε σε αιχμηρή άκρη 4. κομμάτι σίδερο με μυτερή άκρη που… …   Dictionary of Greek

  • μύωψ — (I) ο (ΑΜ μύωψ) βλ. μύωπας. (II) μύωψ, ὁ (ΑΜ) είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.) αρχ. 1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο …   Dictionary of Greek

  • πτερνιστήρα — και φτερνιστήρα, ἡ, Μ ο πτερνιστήρας, το σπιρούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πτερνιστήρ με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • σπιρούνι — και σπηρούνι και σπερούνι, το, Ν μικρός περιστρεφόμενος τροχός τοποθετημένος στη φτέρνα τής μπότας τού ιππέα, η περιφέρεια τού οποίου φέρει αιχμές για τον ερεθισμό τού αλόγου, ο πτερνιστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sperone < αρχ. γερμ. sporo] …   Dictionary of Greek

  • σφυρό — το / σφυρόν, ΝΜΑ καθεμιά από τις οστεώδεις προεξοχές τού κάτω άκρου τού οστού τής κνήμης και τής περόνης από τις οποίες η έσω, που είναι και παχύτερη, αποτελεί απόφυση τού κυρίως κνημικού οστού, ενώ η έξω, που είναι και πιο λεπτή, αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • φτερνιστήρι — το / πτερνιστήριον, ΝΜ ο πτερνιστήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτερνιστήρ. Ο τ. φτερνιστήρι, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π σε διαρκές φ (πρβλ. κτίζω: χτίζω, πτερόν: φτερό)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”